- άλακκος
- -η, -οο χωρίς λάκκο ή λάκκους: Τα χωράφια είχαν μείνει χέρσα, οι ελιές άλακκες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άλακκος — η, ο [λάκκος] αυτός που δεν έχει λάκκους … Dictionary of Greek